- σηπτικότητα
- [-ης (-ητος)] η септичность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σηπτικότητα — η το να είναι κάποιος ή κάτι σηπτικό: Η σηπτικότητα ορισμένων μικροβίων εκδηλώνεται αμέσως μετά το θάνατο του οργανισμού στον οποίο βρίσκονται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σηπτικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού σηπτικού, η ικανότητα πρόκλησης σήψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηπτικός. Η λ., στον λόγιο τ. σηπτικότης, μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάννη Πύρλα] … Dictionary of Greek